εξομαλύνω

εξομαλύνω
aplanir

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Regardez d'autres dictionnaires:

  • εξομαλύνω — εξομαλύνω, εξομάλυνα βλ. πίν. 48 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εξομαλύνω — 1. καθιστώ κάτι εντελώς ομαλό («εξομαλύνω το έδαφος») 2. διευθετώ, τακτοποιώ («εξομαλύνονται οι σχέσεις τών δύο κρατών») 3. (για κείμενο) αίρω τις δυσκολίες, ερμηνεύω 4. κάνω κάτι να συμφωνήσει με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ομαλύνω (<… …   Dictionary of Greek

  • εξομαλύνω — εξομάλυνα, εξομαλύνθηκα, εξομαλυσμένος, μτφ. 1. κάνω κάτι από ανώμαλο ομαλό, ισοπεδώνω, ισιάζω εξομαλίζω. 2. μτφ., διευθετώ, τακτοποιώ, ξεμπερδεύω: Εξομαλύνθηκαν οι σχέσεις των δύο χωρών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προδιομαλίζω — Α εξομαλύνω πλήρως κάτι εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διομαλίζω «εξομαλύνω»] …   Dictionary of Greek

  • συνεκλεαίνω — Α καθιστώ λείο, εξομαλύνω συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκλεαίνω / ἐκλειαίνω «κάνω κάτι λείο, εξομαλύνω»] …   Dictionary of Greek

  • συνομαλύνω — Α εξομαλύνω τελείως, καθιστώ κάτι εντελώς λείο («τὸν τόπον συνομαλύνας ἐνῳκοδόμησε τὰ δικαστήρια», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὁμαλύνω «ισιώνω, εξομαλύνω» (< ὁμαλός)] …   Dictionary of Greek

  • ανισώ — (I) ἀνισῶ ( όω) (Α) 1. εξισώνω, εξισορροπώ 2. δίνω σ αυτούς πού ήλθαν τελευταίοι στο συμπόσιο ίση ποσότητα κρασιού μ αυτήν που πήραν οι άλλοι 3. εξομαλύνω, λειαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + ισώ. ΠΑΡ. αρχ. ανίσωσις (Ι), ανίσωμα, ανίσων]. (II) ἀνισῶ …   Dictionary of Greek

  • ανομαλίζω — ἀνομαλίζω (Α) [ομαλίζω] εξομαλύνω, επαναφέρω σε ομαλή κατάσταση …   Dictionary of Greek

  • δαπεδώνω — [δάπεδο] εξομαλύνω και επιστρώνω τμήμα εδάφους …   Dictionary of Greek

  • διευθετώ — και διευθετίζω (AM διευθετῶ, έω Μ και διευθετίζω) [ευθετώ] τακτοποιώ, ταξινομώ, συγυρίζω νεοελλ. 1. εξομαλύνω τις υπάρχουσες διαφορές, διακανονίζω 2. (το θηλ. μτχ. ως ουσ.) η διευθετούσα ευθεία που ορίζεται ως γεωμετρικός τόπος σε κωνικές τομές …   Dictionary of Greek

  • εδαφίζω — (AM ἐδαφίζω) [έδαφος] ισοπεδώνω, εξομαλύνω έδαφος ή δάπεδο μσν. κατεδαφίζω, γκρεμίζω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”